Η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ
ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Ιωάννης Θεμ. Αναγνωστόπουλος
Γεωπόνος
ΕισαγωγήΟ πληθυσμός της γης από τον περασμένο αιώνα αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς και για να ικανοποιηθούν οι διατροφικές του ανάγκες παρατηρήθηκε μια παράλληλη αύξηση στη παραγωγή τροφίμων. Η συνεχής αυξανόμενη ζήτηση των ειδών διατροφής, που η πρώτη ύλη τους είναι γεωργικά προϊόντα, οδήγησε στην εντατικοποίηση της γεωργικής παραγωγής. Η εντατικοποίηση όμως αυτή απαιτεί τη χρησιμοποίηση αγροχημικών από το στάδιο της προετοιμασίας της παραγωγής έως την κατανάλωση που επιβαρύνουν το περιβάλλον και γενικά υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Από μεγάλο αριθμό ατόμων που παίρνουν μέρος στην γεωργική παραγωγική διαδικασία έχουν γίνει και συνεχίζονται να γίνονται προσπάθειες, σε παγκόσμιο επίπεδο, για παραγωγή γεωργικών προϊόντων χωρίς την χρήση μέσων που έχουν επικίνδυνες επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Η δυναμική εξέλιξη της παραπάνω προσπάθειας είναι η σημερινή Βιολογική Γεωργία που η συμβολή της στην προστασία του περιβάλλοντος και πιο συγκεκριμένα στα αγροτικά οικοσυστήματα θα παρουσιαστούν στην εργασία αυτή.
Η ιστορία της Βιολογικής Γεωργίας Σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Δανία, Ιταλία, Γαλλία κ.ά.) παράλληλα με την εκμηχάνιση της γεωργίας, την ανόργανη θρέψη των φυτών με τη μορφή χημικών λιπασμάτων και την καταπολέμηση των εχθρών των καλλιεργειών (ζωικών και φυτικών) με διάφορα αγροχημικά σκευάσματα (τεχνικές που αναπτύχθηκαν τα τελευταία 60 χρόνια) διατηρήθηκαν και εστίες παραδοσιακής καλλιέργειας. Οι κάτοχοι των εκτάσεων αυτών, για διάφορους λόγους όπως:
α) διέθεταν βαθύτερη κατανόηση των βιολογικών κύκλων των φυτών και των λειτουργιών των διαφόρων γεωργικών οικοσυστημάτων και είχαν επιλέξει συνειδητά την προστασία, εξέλιξη και διάδοση αυτής της μεθόδου καλλιέργειας.
β) δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν την εκμηχάνιση λόγω δυσμενών εδαφομορφολογικών συνθηκών (ορεινές, δυσπρόσιτες περιοχές κ.ά.).
γ) δεν είχαν τα οικονομικά μέσα για τον «εκσυγχρονισμό» των καλλιεργειών τους και
δ) ήταν μέλη διαφόρων φιλοσοφικών κινημάτων της εποχής (ανθρωποσοφία, βιοδυναμική γεωργία κ.ά.) τα οποία θεωρούσαν τη με φυσικά μέσα καλλιέργεια της γης ως μέρος της κοσμοθεωρίας τους, δεν ακολούθησαν τη «μόδα» της εποχής, αλλά διατήρησαν τις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας, τις οποίες και με τη βοήθεια διαφόρων επιστημόνων που είχαν τις ίδιες ανησυχίες, συστηματοποίησαν, βελτίωσαν και ανέπτυξαν. Με τον τρόπο αυτό, διαμορφώθηκαν σταδιακά οι βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας. Οι παραγωγοί, οι επιστήμονες και οι καταναλωτές που ενδιαφερόντουσαν για τα προϊόντα αυτά, άρχισαν να δημιουργούν συλλόγους προώθησης και διάδοσης αυτού του τρόπου καλλιέργειας. Στη φάση αυτή, τα προϊόντα καταναλώνονται σε τοπικές αγορές, οι καταναλωτές τα προμηθεύονται από το αγρόκτημα, έχουν προσωπική επαφή με τον παραγωγό και υπάρχει άμεση πρόσβαση στην καλλιεργούμενη έκταση και εμπιστοσύνη στον τρόπο καλλιέργειας.
Με την πάροδο του χρόνου και τη σταδιακή δημιουργία των αστικών κέντρων, αναπτύχθηκαν αγορές μακριά από τα αγροκτήματα. Οι καταναλωτές δεν είχαν πια άμεση πρόσβαση στο αγρόκτημα και χάθηκε η προσωπική επαφή με τον παραγωγό, που ήταν και η βάση της εμπιστοσύνης. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη του ελέγχου και της πιστοποίησης. Το κενό που άφησε η διακοπή της προσωπικής σχέσης παραγωγού - καταναλωτή άρχισαν να καλύπτουν έμπειρα άτομα - βιοκαλλιεργητές και οι ίδιοι, οι οποίοι ύστερα από σειρά επισκέψεων στο αγρόκτημα, έδιναν ένα πιστοποιητικό πως το προϊόν έχει ελεγχθεί και είναι γνήσιο. Λίγο αργότερα, τα άτομα αυτά εξειδικεύτηκαν στον έλεγχο, δημιούργησαν ομάδες ελεγκτών και άρχισαν να πιέζουν τις αρμόδιες εθνικές αρχές για νομοθετική κατοχύρωση της βιολογικής γεωργίας. Παράλληλα, συστήθηκαν Ενώσεις Βιοκαλλιεργητών, καθώς επίσης και Ενώσεις Καταναλωτών βιολογικών προϊόντων.
Το 1972 ιδρύεται η Παγκόσμια Ομοσπονδία Κινημάτων Βιολογικής Γεωργίας (International Federation of Organic Agriculture Movements - IFOAM) με μέλη φορείς και οργανώσεις από διάφορες χώρες και τον πέντε Ηπείρων. Αυτή, με τη βοήθεια των εθνικών αντιπροσωπιών, διατυπώνει τις προδιαγραφές παραγωγής των βιολογικών προϊόντων καθώς επίσης και τις ουσίες που επιτρέπονται είτε ως λιπάσματα, είτε ως μέσα φυτοπροστασίας.
Για τον βιολογικό τρόπο παραγωγής γεωργικών προϊόντων στην Ε.Ε. δημιουργήθηκε ο κανονισμός 2092/91 ο οποίος έγινε αποδεκτός από τα κράτη μέλη τον Ιούνιο του 1991 και αποτελεί την επίσημη αναγνώριση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο τους κανόνες της βιολογικής γεωργίας. Με τον κανονισμό αυτό, που ισχύει για όλες τις χώρες μέλη της Ε.Ε., επιδιώκεται ο δίκαιος ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών, η ελευθέρα κυκλοφορία των προϊόντων αυτών μέσα στην Ε.Ε. και η βελτίωση της αξιοπιστίας των καταναλωτών στα παραγόμενα και διατιθέμενα στην αγορά προϊόντα. Ο Κανονισμός 2092/91, του οποίου ορισμένες διατάξεις επανεξετάζονται και πιθανόν στο μέλλον να αλλάξουν ή και να συμπληρωθούν, εφαρμόζεται μόνο στα φυτικής προέλευσης γεωργικά προϊόντα, για τα ζωικά προϊόντα δεν έχει κατασταθεί ακόμα κανονισμός στην Ε.Ε..
Η κατάσταση στην Ελλάδα Η εφαρμογή του βιολογικού τρόπου παραγωγής στην Ελλάδα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980. Κάποιοι μεμονωμένοι παραγωγοί έκαναν τα πρώτα δειλά βήματα και σιγά - σιγά αρχίζουν τα πρώτα ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Η ελιά και το αμπέλι ήταν οι πρώτες εκείνες καλλιέργειες που κυρίως στην Πελοπόννησο (Μάνη, Αίγιο) έγιναν αντικείμενο οργανωμένης προσπάθειας. Σιγά - σιγά, ακολουθούν και άλλες περιοχές με διάφορες καλλιέργειες. Έτσι έχουμε βιοκαλλιεργητές στη Χίο με εσπεριδοειδή και κηπευτικά, στο Πήλιο με ελιές και αρωματικά φυτά, στην Έδεσσα και τα Γιαννιτσά με ετήσιες καλλιέργειες, στην Αττική με φιστικιές, κερασιές, στη Πρέσπα με φασόλια κ.λ.π. Με την ψήφιση του Κανονισμού 2092/91, η Ελλάδα άρχισε το 1993 να εναρμονίζει τις εθνικές τις νομοθεσίες με το κοινοτικό αυτό δίκαιο και άρα να εφαρμόζει το σύστημα ελέγχου σύμφωνα με τις κοινές προδιαγραφές του Κανονισμού 2092/91.
Η καλλιεργούμενη με βιολογικό τρόπο έκταση στην Ελλάδα μπορεί να εκτιμηθεί σε περίπου 53.000 στρέμματα (στοιχεία για το 1996). Οι εκτάσεις, στις οποίες διεξάγεται βιολογική γεωργία στη χώρα μας, δεν ξεπερνούν το 0,2% των καλλιεργούμενων εκτάσεων και το ποσοστό αυτό είναι συγκριτικά πολύ μικρότερο άλλων χωρών - μελών της Ε.Ε.. Στους πίνακες που ακολουθούν δίνεται η ελληνική παραγωγή βιολογικών προϊόντων για το 1996 σύμφωνα με τα στοιχεία που οι εγκεκριμένοι Οργανισμοί ελέγχου και πιστοποίησης έχουν δώσει στο Γραφείο Βιολογικών Προϊόντων του Υπουργείου Γεωργίας.
Η εμπορεία των βιολογικώς παραγομένων φυτικών προϊόντων στη χώρα μας βρίσκεται σε υποτυπώδη κατάσταση. Αυτά διατίθενται από τους ίδιους τους παραγωγούς είτε στον τόπο παραγωγής, είτε σε ειδικές αγορές ή καταστήματα με υγιεινές τροφές. Υπάρχουν και λίγες εξαγωγές σε χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Γενικά οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές μπορούν μέσω των Οργανισμών Ελέγχου και Πιστοποίησης Βιολογικών Προϊόντων να πληροφορηθούν για πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα καθώς και για τα ελεγχόμενα και αξιόπιστα καταστήματα της περιοχής τους.
Σήμερα, οι τιμές των βιολογικών προϊόντων κυμαίνονται από ίδιες μέχρι και 40% ανώτερες των παρόμοιων προϊόντων της εντατικής παραγωγής. Η αυξημένη σχετικά τιμή των βιολογικών προϊόντων υπάρχει για να αντισταθμίσει το σχετικά μικρό οικονομικό εισόδημα ανά έκταση καλλιεργούμενης γης και γιατί ο καταναλωτής «πληρώνει» τον βιοκαλλιεργητή για την προστασία του περιβάλλοντος.
Η χώρα μας είναι κατάλληλη για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας κυρίως λόγο των ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών της, την ιδιομορφία του εδάφους, την ύπαρξη πολλών νησιωτικών περιοχών καθώς και την οικογενειακή μορφή σημαντικού αριθμού αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Η όλη προσπάθεια για την επιτυχή επέκταση της βιολογικής γεωργίας στην χώρα μας πρέπει να στηριχθεί σε ορισμένα μέτρα μεταξύ των οποίων πρωταρχικής σημασίας είναι τα εξής:
α) οικονομική ενίσχυση των βιοκαλλιεργητών όπως προβλέπεται και από τον Κανονισμό της Ε.Ε..
β) Ενημέρωση και ολοκληρωμένη εκπαίδευση των γεωργών στη νεώτερη μεθοδολογία της βιολογικής γεωργίας.
γ) Οργάνωση της εμπορίας, συστηματικός έλεγχος και πιστοποίηση των βιολογικών προϊόντων για την προστασία του καταναλωτή.
δ) Συστηματική έρευνα για την εξεύρεση των πιο κατάλληλων μεθοδολογιών για την διεξαγωγή της βιολογικής γεωργίας στις ελληνικές συνθήκες.
Με βάση τα παραπάνω αναφερόμενα μέτρα και με τη συνεργασία κρατικών γεωργικών φορέων και γεωργών, ο κλάδος της βιολογικής γεωργίας μπορεί να αναπτυχθεί στη χώρα μας με επιτυχία.
Ο ορισμός της Βιολογικής ΓεωργίαςΙστορικά στην γεωπονική επιστήμη ο όρος γεωργία ορίζονταν ως η προσπάθεια του ανθρώπου να αποκομίσει το μέγιστο κέρδος από τον συνδυασμό των συντελεστών παραγωγής που είναι το έδαφος, κεφάλαιο και η εργασία. Σήμερα γεωργία σημαίνει η προσπάθεια του ανθρώπου να αποκομίσει την άριστη ωφέλεια από τη χρήση όλων των συντελεστών της γεωργικής παραγωγικής διαδικασίας (έδαφος, νερό, κεφάλαιο, εργασία, χρόνος, βιοποικιλότητα κ.λπ.) με τρόπους συνετούς, δηλαδή με τρόπους οι οποίοι πρώτων να διατηρούν, και όταν χρειάζεται να ανορθώνουν, την παραγωγικότητα των αγροτικών οικοσυστημάτων, δεύτερον, να μην προκαλούν βλάβες σε άλλους τύπους οικοσυστημάτων και τρίτον, να διασφαλίζουν τη σωματική και ψυχική υγεία του αγροτικού και αστικού πληθυσμού.
Με βάση το παραπάνω η κυριότερη μορφή φιλικής προς το περιβάλλον γεωργίας αποτελεί η Βιολογική Γεωργία, η οποία είναι μια συγκροτημένη ολότητα, με κανόνες θεσπισμένους, προδιαγραφές, αρχές και φιλοσοφία, και απαιτεί από τον καλλιεργητή όσο γίνεται πιο διαφοροποιημένη και μελετημένη ως προς τις συνέπειές της, επέμβαση στους βιο-κύκλους και βιορυθμούς της φύσης. Πιο απλά η βιολογική γεωργία είναι η γεωργία που σέβεται τη φύση και τις οικολογικές ισορροπίες, θεωρώντας τη γη με την πανίδα και τη χλωρίδα της ένα ζωντανό κλειστό οικοσύστημα που αυτοαναπαράγεται και ανακυκλώνεται. Συνδέει την παραδοσιακή καλλιέργεια της γης με την επιστημονική γνώση και τα αναπτυγμένα ήπια τεχνικά μέσα που σέβονται τη φύση. Η βιολογική γεωργία παρουσιάζεται με διάφορα ονόματα όπως οργανική, οικολογική, βιοδυναμική, φυσική που είναι μορφές της.
Οι κύριες αρχές που διακηρύχτηκαν σαν στόχοι του χώρου της Βιολογικής γεωργίας από την “International Federation of Organic Agriculture” είναι:
1) διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους
2) αποφυγή της ρύπανσης και μόλυνσης του περιβάλλοντος
3) παραγωγή τροφίμων υψηλής βιολογικής αξίας
4) μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης
5) βελτίωση των συνθηκών ζωής και εγκατάσταση της ποιότητας στην καθημερινή ζωή
6) εξασφάλιση ικανοποιητικών αποδόσεων και αξιοπρεπούς εισοδήματος
7) ανάπτυξη θετικής σχέσης με το περιβάλλον