Η Εμπορία των Μελισσοκομικών Προϊόντων στα Καταστήματα Βιολογικών Τροφίμων στην Κεντροδυτική Μακεδονία
Ιωάννης Θεμ. Αναγνωστόπουλος, Γεωπόνος, Εργαστήριο Μελισσοκομίας, Τ.Ε.Ι. Δυτικής Μακεδονίας (Φλώρινα)
Νικόλαος Καρυοφυλλίδης, Τεχν. Γεωπονίας Ζωικής Παραγωγής
Εισαγωγή Στην Ελλάδα παράγονται μελισσοκομικά προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας που με τη νέα δυνατότητα πιστοποίησής τους ως βιολογικά, αναμένεται βελτίωση της θέσης τους στην αγορά. Προϊόντα όπως π.χ. το μέλι, το οποίο είναι ένα εξαιρετικό προϊόν, με το χαρακτηρισμό «βιολογικό», είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ενισχύσει την εμπορικότητά του στις αγορές καταναλωτών με αυξημένες απαιτήσεις και υψηλά εισοδήματα. Στην ελληνική αγορά δεν υπάρχουν ακόμα πιστοποιημένα βιολογικά μελισσοκομικά προϊόντα και αναμένεται ότι θα περάσουν τουλάχιστον άλλα τρία χρόνια έως την πρώτη επίσημη κυκλοφορία τους. Οι λόγοι είναι ότι μόλις πρόσφατα (το 2001) το πρόγραμμα «Βιολογική Κτηνοτροφία» (Καν. (ΕΚ) 1804/1999) υπογράφτηκε από τον Υπουργό Γεωργίας κ. Ανωμερίτη και απαιτείται τυπικά ένα χρονικό διάστημα ενός έτους (αλλά πρακτικά πολύ μακρύτερου) για να δοθεί στη μελισσοκομική μονάδα η σχετική πιστοποίηση. Υπάρχουν όμως καταστήματα που εμπορεύονται βιολογικά ή υγιεινής διατροφής προϊόντα που διαθέτουν και μελισσοκομικά προϊόντα τα οποία παράγουν μελισσοκόμοι που δηλώνουν ότι ασκούν τις αρχές της βιολογικής γεωργίας – μελισσοκομίας, φυσικά χωρίς αυτά να είναι πιστοποιημένα από κάποιον οργανισμό πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων. Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται η μορφή με την οποία εμπορεύονται τα μελισσοκομικά προϊόντα στα καταστήματα με βιολογικά τρόφιμα στην Κεντροδυτική Μακεδονία με σκοπό να ενημερωθούν οι μελισσοκόμοι για τις τάσεις που επικρατούν στη συγκεκριμένη αγορά.
Τα καταστήματαΤα καταστήματα με βιολογικά ή υγιεινής διατροφής προϊόντα στην ελληνική αγορά ήταν ελάχιστα πριν το 1990. Μετά το 1990, με την παραγωγή των πρώτων πιστοποιημένων ελληνικών βιολογικών προϊόντων, άρχισαν τη λειτουργία τους οργανωμένα καταστήματα σε μεγάλες πόλεις και σήμερα λειτουργούν και αλυσίδες καταστημάτων. Η ποικιλία των προϊόντων είναι σημαντική και συνεχώς αυξάνεται με ελληνικά και εισαγόμενα, ορισμένα από τα οποία είναι κατευθείαν από τον παραγωγό (π.χ. φρούτα) ή μεταποιημένα (π.χ. ζυμαρικά). Υπάρχουν επίσης και ορισμένα μη πιστοποιημένα προϊόντα, κυρίως λόγω της μικρής τάξης μεγέθους της παραγωγής ή λόγω του παραγωγού που μπορεί να μη θέλει να επιβαρύνει το προϊόν του με το κόστος της πιστοποίησης ή μπορεί να μην αποδέχεται τους πιστοποιητικούς οργανισμούς. Στην Κεντροδυτική Μακεδονία λειτουργούν περίπου 30 καταστήματα και στα πλαίσια της εργασίας αυτής επεξεργάστηκαν πληροφορίες που συλλέχτηκαν με συνέντευξη καταστηματαρχών και καταναλωτών από καταστήματα των πόλεων Θεσσαλονίκης, Σερρών, Κοζάνης, Πτολεμαΐδας, Καστοριάς και Φλώρινας. Διαπιστώθηκε ότι η πλειοψηφία των καταστηματαρχών και υπαλλήλων είναι κάτοχοι πτυχίων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (π.χ. γεωπόνοι, δασοπόνοι, γυμναστές), βιοκαλλιεργητές ή ασκούν τις αρχές της υγιεινής διατροφής και ότι οι γνώσεις τους σχετικά με τη βιολογική γεωργία είναι σε υψηλό επίπεδο.
Οι καταναλωτέςΕάν θέλαμε να κάνουμε μία εκτίμηση για το ποσοστό των ατόμων που τρέφονται με βιολογικά προϊόντα θα διαπιστώσουμε ότι είναι πολύ χαμηλό. Περίπου το 2-3% του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης αγοράζει βιολογικά προϊόντα ενώ το ποσοστό είναι κάτω από το 1% στην υπόλοιπη περιοχή της Κεντροδυτικής Μακεδονίας. Το φαινόμενο αυτό ίσως οφείλεται στη σύνθεση του πληθυσμού, που μπορεί να χαρακτηριστεί επαρχιακός με άμεση πρόσβαση στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων που αν και συμβατικά θεωρούνται «άριστα» και κατά πολύ ανώτερα από αυτά που διατίθενται στην αγορά (π.χ. στις λαϊκές αγορές).
Οι καταναλωτές βιολογικών προϊόντων θα μπορούσαν σύμφωνα με τους καταστηματάρχες να καταταχτούν σε κατηγορίες όπως:
α. σταθεροί πελάτες, οι οποίοι συνειδητά αγοράζουν βιολογικά προϊόντα επειδή έχουν οικολογικές ανησυχίες και αντιλήψεις
β. προσωρινοί πελάτες με προοπτική να γίνουν σταθεροί, οι οποίο από το φόβο των «μολυσμένων» συμβατικών προϊόντων (π.χ. με διοξίνες) κάνουν μία μεταστροφή στα βιολογικά προϊόντα
γ. περιστασιακοί πελάτες, οι οποίοι πιστεύουν ότι με την αγορά βιολογικών προϊόντων «αναβαθμίζονται» κοινωνικά και ξεχωρίζουν από το σύνολο
δ. περιστασιακοί πελάτες, που είναι ασθενείς ή αναρρώνουν και αναζητούν για τη συγκεκριμένη περίοδο πιο «υγιεινά» τρόφιμα.
Οι πελάτες, τους οποίους προτιμούν οι καταστηματάρχες είναι οι συνειδητοποιημένοι καταναλωτές γιατί, εκτός του ότι είναι οι σταθεροί, με τον τρόπο τους κρίνουν και αξιολογούν τα προϊόντα που αγοράζουν, οπότε συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ποικιλίας των προϊόντων που πρέπει να διαθέτει το κατάστημα.
Τα προϊόνταΗ διαδικασία με την οποία προμηθεύεται ένα προϊόν ο καταστηματάρχης είναι συνήθως η εξής:
ο παραγωγός φέρνει το προϊόν του στο κατάστημα έχοντας μαζί του το πιστοποιητικό ποιότητας από το οποίο προκύπτει ότι το προϊόν είναι βιολογικό. Ο καταστηματάρχης σημειώνει τα στοιχεία του προϊόντος και ελέγχει την εγκυρότητά του και εάν χρειαστεί κάνει έλεγχο στη μονάδα παραγωγής του προϊόντος αυτοπροσώπως. Με αυτό τον τρόπο ο καταστηματάρχης έχοντας έντονο το αίσθημα ευθύνης απέναντι στον πελάτη του, προσπαθεί να κατοχυρώσει ότι το προϊόν ανταποκρίνεται στις αρχές της βιολογικής γεωργίας και είναι πράγματι βιολογικό.
Ως σημαντικό πρόβλημα πρέπει να θεωρηθεί στη διαδικασία διακίνησης των προϊόντων η δυσπιστία για την εγκυρότητα των πιστοποιητικών ποιότητας. Οι καταστηματάρχες, αλλά και οι πελάτες, δήλωσαν ότι κατά τη γνώμη τους πρέπει να ενταθούν οι έλεγχοι ποιότητας από τους αρμόδιους φορείς στους παραγωγούς και να γίνει αυστηρότερη επιλογή αυτών. Επίσης ζητούν την αμερόληπτη έκδοση των πιστοποιητικών ποιότητας με αυστηρά κριτήρια και χωρίς παρεκκλίσεις από αυτά. Οι λόγοι που υπάρχει μια δυσπιστία στο σύστημα πιστοποίησης είναι η εμφάνιση κερδοσκόπων στην αγορά των βιολογικών προϊόντων, τόσο στο στάδιο της παραγωγής όσο και της διακίνησης. Σε όλα τα καταστήματα υπάρχουν προϊόντα χωρίς πιστοποιητικά, ενώ θα μπορούσαν να έχουν, το οποίο δηλώνει ότι η καλύτερη εγγύηση για τη «βιολογικότητα» του προϊόντος είναι πρώτα ο παραγωγός, τον οποίον εάν εμπιστεύεται ο καταστηματάρχης προμηθεύεται τα προϊόντα του και τα συστήνει υπεύθυνα στους πελάτες του. Η θετική κρίση των προϊόντων από τους πελάτες ενισχύει τη θέση τους στο ράφι. Γενικά παρατηρείται μία μορφή πιστότητας του πελάτη απέναντι σε ορισμένες κατηγορίες επώνυμων προϊόντων.
Τα μελισσοκομικά προϊόνταΤα μελισσοκομικά προϊόντα (μέλι, βασιλικός πολτός, γύρη, κερί και πρόπολη), αν και δεν είναι πιστοποιημένα ως βιολογικά, υπάρχουν στα καταστήματα εμπορίας βιολογικών προϊόντων. Η προμήθειά τους γίνεται κυρίως από παραγωγούς της Βόρειας Ελλάδας γιατί είναι πιο εύκολη και υπάρχει πιο συχνή επαφή μαζί τους. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις που οι προμήθειες γίνονται από άλλες περιοχές της χώρας, όπως από την Πελοπόννησο και την Κρήτη.
Από όλα τα προϊόντα το μέλι είναι αυτό με το μεγαλύτερο μερίδιο στην καταναλωτική αγορά και διατίθεται ως αμιγές και ως απλά μίγματα. Οι συσκευασίες είναι γυάλινες σε βάζα των 450 - 500 gr και των 0.9 - 1 kg. Στο αμιγές μέλι συνήθως υπάρχει μόνο μία συσκευασία, αυτή των 900 gr. Οι κυριότεροι τύποι που συναντούνται είναι ανθόμελο, πευκόμελο, καστανόμελο, θυμαρίσιο και δασόμελο. Σχετικά με τις προτιμήσεις των καταναλωτών το ανθόμελο έρχεται πρώτο γιατί είναι πιο εύγεστο, ακολουθεί το πευκόμελο, γιατί δεν παγώνει και στη συνέχεια το θυμαρίσιο. Με τις λιγότερες προτιμήσεις είναι το καστανόμελο γιατί έχει πιο σκούρο χρώμα από τα υπόλοιπα. Η τιμή του μελιού είναι περίπου 1.500δρχ για τη συσκευασία των 450 - 500 gr, ενώ για τη συσκευασία των 0.9 - 1 kg κυμαίνεται από τις 2.500δρχ έως τις 4.000δρχ ανάλογα με την εποχή και τον τύπο του μελιού. Ανταγωνιστικά προϊόντα προς το μέλι είναι η μαρμελάδα και η πραλίνα, τα οποία όμως δεν επηρεάζουν τις πωλήσεις του μελιού γιατί όπως δήλωσαν οι έμποροι, οι καταναλωτές προτιμούν το μέλι γιατί είναι πλουσιότερο σε γεύση και παράλληλα θεωρούν ότι έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και ποιότητα με βιολογική αξία.
Στα καταστήματα δεν υπάρχει πάντα η πλήρης γκάμα των μελισσοκομικών προϊόντων και συχνά παρατηρούνται εποχιακές ελλείψεις που είναι απολύτως φυσιολογικές για μελισσοκόμους που συσκευάζουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους. Η πρόπολη και το κερί συνήθως προμηθεύονται μετά από ειδική ζήτηση κάποιου πελάτη, ενώ ο βασιλικός πολτός και η γύρη υπάρχουν σχεδόν παντού. Ο βασιλικός πολτός κυκλοφορεί σε συσκευασίες των 2, 10 και 20 ml, ενώ η γύρη σε συσκευασία των 200 gr. Η τιμή του βασιλικού πολτού για τα 2 ml είναι 2.200-2.500 δρχ και αυξάνεται ανάλογα στις μεγαλύτερες συσκευασίες. Η τιμή της γύρης είναι περίπου 2.500δρχ τα 200 gr. Γενικά οι τιμές των προϊόντων θεωρούνται από τους καταναλωτές σχετικά υψηλές.
Οι έμποροι και οι καταναλωτές είναι ευχαριστημένοι με τις υπάρχουσες συσκευασίες ωστόσο θα προτιμούσαν να γίνουν προσθήκες οι οποίες θα κάνουν το προϊόν πιο ελκυστικό. Επίσης θα επιθυμούσαν στις ετικέτες να αναγράφονται περισσότερα στοιχεία για την περιοχή του μελισσοκομείου και τον τρόπο παραγωγής του προϊόντος.
ΕπίλογοςOι προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς των βιολογικών προϊόντων είναι ευνοϊκές. Μέσω των καταστημάτων τροφίμων με υψηλές προδιαγραφές ποιότητας δημιουργούνται νέες δυνατότητες για πολλά εγχώρια προϊόντα μεταξύ των οποίων είναι και το ελληνικό μέλι. Στα ειδικά αυτά καταστήματα θα μπορέσει να διαφοροποιηθεί το μέλι αλλά και τα υπόλοιπα προϊόντα της μέλισσας και εάν πράγματι το αξίζουν να επικρατήσουν σε μια απαιτητική αγορά αλλά με αντίστοιχες απολαβές τόσο σε κύρος όσο και σε τιμή. Μέσω του προσωπικού των καταστημάτων οι πελάτες πληροφορούνται, με σωστό τρόπο, για τις ιδιότητες και όχι μόνο των προϊόντων που τους ενδιαφέρων. Θα πρέπει οπότε ο παραγωγός να μεριμνά για τη συνεχή ροή πληροφοριών προς τα καταστήματα μια και αυτά μπορούν να αποτελέσουν τους καλύτερους πρεσβευτές των προϊόντων του. Η ειλικρίνεια του παραγωγού απέναντι στο καταστηματάρχη για την κατάσταση του προϊόντος του πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αντίθετα η παραπλάνηση σχεδόν πάντα οδηγεί στον αποκλεισμό του από το σύνολο της αγοράς. Γενικά με τους γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης της αγοράς των βιολογικών τροφίμων πρέπει να γίνει μια πιο συστηματική μελέτη των παραμέτρων που έχουν σχέση με τα μελισσοκομικά προϊόντα, ώστε να μπορέσουν να συμβαδίσουν και αυτά στις νέες τάσεις της αγοράς.
Σημείωση Melissologia H.B.F.:Το φόρουμ υιοθετεί και παροτρύνει την εφαρμογή σε κάθε περίπτωση των κανόνων ορθής αρθρογραφίας. Παρακαλούμε να αναφέρεται με σαφήνεια και ορθά τις βιβλιογραφικές σας πηγές κάθε φορά που αντλείται στοιχεία από αυτές για τα γραπτά σας κείμενα.
Η αναφορά στο άρθρο αυτό γίνεται ως εξής:
Αναγνωστόπουλος, Ι.Θ. & Ν. Καρυοφυλλίδης. 2002. Η εμπορία των μελισσοκομικών προϊόντων στα καταστήματα βιολογικών τροφίμων στην Κεντροδυτική Μακεδονία.
Μελισσοκομική Επιθεώρηση 16(1):23-25.